«παιδιά της Ελλάδος παιδιά...» - (ΠΡΑΞΗ Γ')

***

...Είχε εισβάλει στο σαλόνι ο μικρός μου Γιωργής με το κοκάλινο πιστολάκι του.
- Μπαμ μπαμ μπαμ, έλα μπαμπά σήκω. Πάλι σε πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα υπναρά. Σήκω, είναι η ώρα για να πάμε στην παρέλαση!
Θεέ μου! Όλα αυτά ήταν ένα όνειρο! Ένας κακός εφιάλτης! Ούτε πόλεμος υπήρχε, ούτε γενική επιστράτευση, ούτε τίποτα. Κι ο Γιωργής δεν ήταν λοκατζής στις δυνάμεις καταδρομών, αλλά ένας μπόμπιρας έξι χρόνων, πρωτάκι!
Όλα ήταν ένα παιχνίδι λοιπόν, μια άσχημη φάρσα που σκάρωσε το μυαλό καθώς με πήρε ο ύπνος στη μπερζέρα.
Τρόμαξα να συνέλθω! Έκανα ταχυπαλμία.
- Γυναίκα τα υπογλώσσια.
- Ποια υπογλώσσια χριστιανέ μου; Τρελάθηκες;
Περίπου. Ονειρεύτηκα ότι τρελάθηκα.
- Μπαμπά έλα, θ’ αργήσουμε! Πάμε να προλάβουμε να είμαστε μπροστά.
- Ναι, μικρέ μου Γιωργή. Πάμε. Φύγαμε!
Στο δρόμο συνήλθα. Του αγόρασα και σημαιούλα.
Παρέλαση. Ταρατατζούμ! Παραπαμ-πάμ!
«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.»
Μια φορά τόπαθε και δεν το ξαναπαθαίνει. Στα πεζοδρόμια κοσμοπλημμύρα!
Και να τα τανκς! Και να τα κανόνια! Και να τα πολυβόλα! Κι οι πύραυλοι! Κι οι βατραχάνθρωποι!
Μέσα σε όλο το πλήθος, που έβλεπε την παρέλαση, ένας μικρός μπομπιράκος προσπαθούσε να στριμωχτεί, να περάσει μπροστά. Στην πρώτη γραμμή. Ένας αλητάκος, χαμίνι του δρόμου, που –δεν πιστεύω στα μάτια μου– έμοιαζε, φτυστός ο Γιωργής μου, μόνο που αυτός ήταν εγκαταλειμμένος, κουρελής.
Εκείνη τη στιγμή περνούσαν οι δυνάμεις καταδρομών._





ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

Και τούτο το διήγημα, εδώ είναι γραμμένο...
απ’ όπου και, αυτολεξεί, το έχω αντιγραμμένο!


Το άσμα με το κείμενο, άσχετο δεν το λες!


Για όσους εορτάζουν είναι, με τις ευχές...


Άλφα: Να είναι ο βίος τους ένα


ταξίδι ατέρμον!


Βήτα: Να ζουν ολοχρονίς

«καιρό των χρυσανθέμων»!



Με ένα τελευταίο click πάτε ξανά στο κέρας
γιατί να «μειδιάσετε» αδημονεί το τέρας…!