«παιδιά της Ελλάδος παιδιά...» - (ΠΡΑΞΗ Β')

***

Ήταν μια παγερή νύχτα του Γενάρη που έβρεχε ασταμάτητα. Όλη η Ελλάδα ήταν κολλημένη στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις.
Όταν άκουσα τις σειρήνες να ουρλιάζουν δαιμονισμένα μέσα στην άγρια νύχτα αισθάνθηκα κάποια ρίγη να διατρέχουν όλο μου το κορμί. Ένας φόβος κυρίεψε την ψυχή μου.
- Θεέ μου! Φτάσαμε λοιπόν ως εκεί;!
Δεν μπορούσα να το πιστέψω, να το χωνέψω.
Πόλεμος!
Από παντού άκουγες αυτήν την τρομερή ναι, -γιατί όχι;- την καταραμένη λέξη «πόλεμος».
Στο διάγγελμα του ο πρωθυπουργός το είπε καθαρά και ξάστερα.
- Προ των κρίσιμων αυτών περιστάσεων, το Έθνος σύσσωμον (άμα ακούω εγώ «σύσσωμον», άσε...) ως μία πυγμή, θα καταφέρει εις τον εχθρόν, μέγιστον θανάσιμο πλήγμα!
Δηλαδή, με δυο λέξεις, καλά ξεμπερδέματα.
Ευτυχώς που πρόλαβα και σήκωσα από την τράπεζα κάτι λεφτουδάκια που είχα για καμιά στραβή και πήρα και κάτι όσπρια να υπάρχουν στο σπίτι.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου φοβάμαι... Τρέμω!
Και δε φοβάμαι τόσο για μένα. Όχι! Εμένα άσε με. Όσο για τον Γιωργή μου που είναι παλληκάρι δυο μέτρα. Εικοσιπέντε χρονών λεβέντης. Αν μου το πάρουνε τώρα το βλαστάρι μου στο στρατό, τι θα κάνω εγώ μετά;
Το μονάκριβο παιδί μας, ότι έχουμε στη ζωή μας, αυτό είναι όλο – όλο! Γιατί δηλαδή; Από πού ως πού ρε κύριε, για τα δικά σας τα βρώμικα παιχνίδια, θα σας δώσω εγώ το ίδιο μου το παιδί; Όλοι πουλημένοι είστε! Ρωτάς εμένα πως το μεγάλωσα στιγμή – στιγμή... Κι έρχεσαι τώρα εσύ να μου το πάρεις!
Ξαφνικά έσβησαν τα φώτα. Γενική συσκότιση. Πολεμικά αεροπλάνα ακούστηκαν να πετάνε χαμηλά και κάτι σποραδικές εκρήξεις.
Τώρα ακούγονται οι αερομαχίες, ξεκάθαρα! Οι λάμψεις από τις εκρήξεις, κάνουν τη νύχτα μέρα.
Μας έχει κοπεί το αίμα. Το πρωί ακούσαμε και τα πρώτα επίσημα πολεμικά ανακοινωθέντα.
Νάτα μας ! Άρχισαν τα όργανα.
Έλπιζα να μην ακούσω αυτό που φοβόμουν πιο πολύ. Αυτό που έτρεμα περισσότερο.
Τελικά, μάταια έλπιζα. Το άκουσα!
Γενική επιστράτευση!
Δηλαδή και ο Γιωργής μου;
Ναι, κι αυτός!
Να πάνε να βγάλουν αυτοί τα μάτια τους και ν’ αφήσουν τα παιδιά μας ήσυχα!
Όχι το δικό μου το παιδί!
Κάτι τέτοιες στιγμές, αυτές οι γυναίκες, έχουν κι ένα καλό. Κλαίνε φανερά, όποτε τους έρχεται και ξεθυμαίνουν κάπως. Εγώ πρέπει ν’ ανεβαίνω στη σοφίτα σαν κόκορας ή να κατεβαίνω στο υπόγειο σαν αρουραίος. Γιατί, βλέπεις οι άντρες δεν κλαίνε. Φανερά, τουλάχιστον!
- Δηλαδή θα πάρουν και το Γιωργή μας;!
- Ξέρω εγώ… Και τι θα πάθει ολόκληρη πατρίδα δηλαδή, αν δεν πάει το δικό μου το παιδί; Από το παιδί το δικό μου κρεμάστηκε όλη η Ελλάδα;
Ωστόσο η ανακοίνωση είναι σαφής.
Εντός σαρανταοκτώ ωρών πρέπει να παρουσιαστεί στη μονάδα του. Δυνάμεις καταδρομών. Έξω από το Λιτόχωρο. Κι από κει θα προωθηθεί... Δηλαδή με δυο λόγια, κλάφτα Χαράλαμπε.
Λοιπόν, εγώ τι κάθομαι!
- Γυναίκα το καλό μου κουστούμι.
Θέλω να λυγίσω να σωριαστώ, αλλά παίρνω δύναμη απ’ την ίδια μου την απελπισία.
- Γυναίκα το πουκάμισο το άλλο που μου κουμπώνει στο λαιμό… Αρχίζω να τρέχω. Προς πάσα κατεύθυνση. Όχι, δεν πρέπει να το αφήσω έτσι. Κάτι πρέπει να κάνω. Να παρακαλέσω. Είμαι αποφασισμένος να ικετεύσω, να πέσω στα πόδια τους, στην ανάγκη να λαδώσω όσο-όσο, να εκλιπαρήσω, να φιλήσω κατουρημένες ποδιές, χεσμένους κώλους, δε με νοιάζει, φτάνει ο Γιωργής ο δικός μου να γλιτώσει απ’ όλο αυτό το μακελειό, που πάει να στήσει ο ίδιος ο διάολος μαζί με τα τσιράκια του. Απαπά, δεν θα κάτσω έτσι! Εξάλλου ολόκληρη η Ελλάδα, βρε αδερφέ, από το δικό μου το παιδί περιμένει τη νίκη!; Βρε άντε από κει! Βρε άντε!
Τρέχω πρώτα στον ...άκογλου. Τον υφυπουργό. Είμαστε συμμαθητές στο Γυμνάσιο. Ίδιο θρανίο. Από μένα αντέγραφε και περνούσε τις τάξεις.
- Λοιπόν αδελφέ μου ...άκογλου;
- Λυπούμαι πολύ αλλά...
Άμα ένας υπουργός λυπάται πολύ, για δική σου υπόθεση, εσύ δηλαδή, τι πρέπει να κάνεις; Να πέσεις σε κατάθλιψη τρίτου βαθμού;!
Επέμεινα.
Δυστυχώς τίποτα. Η κυβέρνηση, λέει, θα είναι αυστηρότατη και αμείλικτη α’ αυτό το θέμα και δεν πρόκειται να χαριστεί σε κανέναν ούτε θα γίνει απολύτως καμία προνομιακή μεταχείριση.
Α-πο-κλεί-ε-ται!
- Και ο γιός σου ο δικός σου, που είναι ρε ...άκογλου;
- Δυστυχώς, πολύ φοβούμαι ότι θα χάσει αυτή τη μεγάλη ευκαιρία να πολεμήσει για την πατρίδα.
- Τι μου λες! Θα πάθει τέτοια νίλα το παιδί; Κρίμα!
- Νοσηλεύεται με οξεία κρίση αιμορροΐδων στο Χόσπιταλ Πρωκτ εντ Κολοβακτίριους της Φλόριντας των Ηνωμένων Πολιτειών, εδώ και εννέα μέρες.
- Δηλαδή αυτό που λένε του κώλου τα εννιάμερα, υπουργέ μου!
Τρέχω αμέσως στο στρατηγό ...τσάκο.
Είμαστε και μακρινοί συγγενείς. Δηλαδή, πιο πολύ μακρινοί παρά συγγενείς.
- Στρατηγέ μου, σε εκλιπαρώ...
Μου κάνει ένα υψηλό κήρυγμα υπέρ της πατρίδος, σε αυστηρό τόνο.
- Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια!
- Τελικά στρατηγέ μου;
- Ο Μέγας Αλέξανδρος, αγαπητέ...
- Άσε το Μεγαλέξαντρο, στρατηγέ. Αυτουνού τάθελε ο πισινός του και είδες τι έπαθε στο άνθος της ηλικίας του! Για το Γιωργή το δικό μου πες μου...
- Λυπούμαι, αλλά.. Η πατρίς προστάζει...
Άσε κατάλαβα...
Τελικά, απορώ πως τον έκαναν στρατηγό τέτοιον κολοκύθα.
- Αλήθεια, στρατηγέ, ο δικός σου ο γαμπρός, ο άντρας της κόρης σου, που υπηρετεί αυτή την ώρα;
- Αποσπάσθηκε λίαν προσφάτως στις Βρυξέλλες στην έδρα του ΝΑΤΟ.
- Και δε μου λες, στρατηγέ...
Ορίστε;
- Κάνα πλάτανο έχει στις Βρυξέλλες;
- Γιατί;
- Έτσι. Να του πεις, να μας χαιρετάει που και που τον πλάτανο!
Πάω, φεύγω, τρέχω με την ψυχή στο στόμα. Δεν είναι να χάνω καθόλου χρόνο.
Φθάνω κάθιδρος σ’ εκείνο το ρεμάλι τον ...όπουλο. Αυτός μ’ όλα ανακατεύεται και μ’ όλους. Επιχειρηματίας, με διασυνδέσεις απ’ τον υπόκοσμο μέχρι το Πατριαρχείο και την Αγία Έδρα.
- Ζαχαρία σώσε με!
- Ότι θέλει ο φίλος μου! Ο αδελφός μου!
- Θέλω για το Γιωργή να κάνουμε κάτι... Με καταλαβαίνεις.
- Κοπάνα εντελώς, αποκλείεται. Στο λέω. Αλλά για καμιά θεσούλα στην ορχήστρα της λέσχης αξιωματικών της Αθήνας, κάτι γίνεται. Τι όργανο ξέρει;
- Ξέρω εγώ; Τριγωνάκι. Μικρός έλεγε τα κάλαντα.
- Υπέροχα. Σπάνιας μουσικής παιδείας! Μόνο που...
- Μόνο που, τι;
- Θα χρειαστούν αρκετά. Καταλαβαίνεις...
- Εννοείς λεφτά;
- Εμ τι; Τριγωνάκια; Λεφτά! Γιατί κι εγώ θα πρέπει να λαδώσω κάποιους υψηλά ιστάμενους... Για μένα άσε... Εγώ απ’ τον παλιόφιλο δεν θέλω δεκάρα... Αλλά...
- Πόσα ρε Ζαχαρία;
- Ε, αρκετά! Πολλά! Γιατί τέτοιες ώρες καταλαβαίνεις τι γίνεται από μέσον...
- Δηλαδή πόσα ρε Ζαχαρία;
- Είπαμε πολλά.
- Πόσα πολλά; Πέστο, με γκάστρωσες, ρε Ζαχαρία.
- Μπορεί και τριάντα… Μπορεί και πενήντα... Και μήπως λέω και λίγα. Ο άλλος έσκασε εκατό αλλά χώθηκε ο κανακάρης του μια χαρούλα, στο μεταφραστικό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Σουαχίλι, θα μου πεις. Δεν έχει σημασία. Γλώσσα είναι κι αυτή.
- Μα τώρα θα σκεφτώ πενήντα ψωροχιλιάδες. Εγώ για το παιδί μου... Σου δίνω εκατό! Διακόσια. Όσα μου ζητήσεις.
- Δεν κατάλαβες, για εκατομμύρια μιλάμε! Και μάλιστα, σε χρυσό, σε τίποτα πολύτιμες πέτρες, καταλαβαίνεις τώρα εσύ... Σε κάτι σίγουρο. Γιατί τέτοιες ώρες...!
Γύρισα στο σπίτι σωστό ράκος.
Εκεί με περίμενε άλλη έκπληξη.
Ο Γιωργής καταχαρούμενος.
- Πατέρα, τάμαθες τα ευχάριστα;
Επιτέλους, θ’ ακούσω και κάτι ευχάριστο.
- Τι;
- Φεύγω!
- Το σκας, γιέ μου, για έξω; Μπράβο! Ωραία ιδέα! Το καλύτερο που έχεις να κάνεις. Κοπάνα τη! Κι άστους εδώ να κουρεύονται!
- Τι λες βρε πατέρα! Φεύγω για το μέτωπο!
- Και το ευχάριστο ποιο είναι;
- Αυτό!
Ως εδώ ήταν. Δεν κρατήθηκα άλλο και ξέσπασα.
Γιωργή! Σπάσε ένα χέρι! Ένα πόδι. Κάνε την αδελφή! Γίνε Ιεχωβάς. Πάμε στο «Παίδων» να κολλήσεις μια ιλαρά, ένα κοκίτη, ανεμοβλογιά... Κάνε τον τρελό. Αυτό πιάνει.
- Μα, τι λες, βρε πατέρα;
- Φάε κοτόπουλο σε κεντρικό ξενοδοχείο να πάθεις σαλμονέλα.
- Τι έπαθες βρε πατέρα; Είσαι καλά; Εγώ ήρθα να πάρω την ευχή σου και να φύγω. Θυμάσαι, τότε που ήμουνα πιτσιρίκος, τι μούλεγες; «Άντε και καλό βόλι ωρέ!». Ό,τι θάλεγε κι ο γέρος του Μωριά.
- Αχ έτσι έλεγα ε! Ε, τότε καλά να τα πάθω! Αλλά άλλο να το λες και άλλο να το ζεις βρε παιδάκι μου. Ο πόλεμος είναι ένδοξος για τους μετά. Τους πολύ μετά. Γι’ αυτούς που τον ζουν είναι ένα σκέτο μακελειό και τίποτα άλλο. Και στο κάτω-κάτω της γραφής... Άλλο οι πόλεμοι τα χρόνια τα παλιά κι άλλο σήμερα. Τότε οι πόλεμοι είχαν ένα νόημα. Ενώ τώρα είναι σκηνοθετημένα παιχνίδια από βρώμικα και ηλίθια, διεστραμμένα μυαλά! Όλα στο βωμό του συμφέροντος.
- Τι μου λες τώρα, βρε πατέρα. Δεν σε καταλαβαίνω, ειλικρινά. Εσύ άλλα μου έμαθες.
- Άλλα, ε...
- Άλλα βέβαια! Και πρώτα απ’ όλα, αν θες να ξέρεις, όχι μόνο τώρα αλλά ανέκαθεν, όλοι οι πόλεμοι ήταν έργα των τρελών, των ανώμαλων και αισχρών της ιστορίας. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι, τώρα τι κάνουμε, που μας έχει ανάγκη η πατρίδα μας. Γι’ αυτό κι εγώ...
- Τι γι’ αυτό κι εσύ;
- Πρέπει να είσαι πολύ περήφανος για μένα.
- Είμαι! Αλλά γιατί πράμα απ’ όλα;
- Μόλις έμαθα ότι το τάγμα που παρουσιάζομαι, είναι πρώτης εφεδρείας, στα μετόπισθεν, εγώ ζήτησα και με αποσπάσανε στην πρώτη γραμμή!
Αυτό ήτανε. Πήρα δυο υπογλώσσια για την καρδιά και την πίεση. Και τρία δισκία για το ζάχαρο.
Όχι δεν θα το αφήσω έτσι.
- Εσύ κάτσε εδώ. Θα παρουσιαστώ εγώ για σένα!
Δεν θα αφήσω εγώ το μονάκριβο παλληκάρι μου να πάει σαν πρόβατο στη σφαγή γι αυτούς τους μπιπ-μπιπ-μπιπ-μπιπ-μπιπ. Που όλοι τους μπιπ και ξαναμπίπ μέχρι να μπιπ ο μπιπ τους, απ’ το πολύ μπιπ...
Πήρα άλλα δύο υπογλώσσια και συνάμα πήρα τους δρόμους. Έτρεξα. Παρακάλεσα. Ικέτεψα. Χτύπησα και τις πιο απίθανες πόρτες.
Αλλά παντού η ίδια απάντηση.
Λυπούμαι αλλά...
Πήγα στο γραφείο του βουλευτή ...ίδη.
- Απουσιάζει.
- Πότε θα επιστρέψει;
- Άγνωστον.
- Πού έχει πάει;
- Άγνωστον.
Έτρεξα στο σπίτι του. Κανείς! Εκτός από μια γριά υπηρέτρια.
- Τώώώρα ο κ. ...ίδης. Νάταν κι άλλος.
- Τι; Πέθανε;
- Όχι καλέ. Έφυγε μαζί με την οικογένεια του, με το τελευταίο αεροπλάνο, πριν κλείσουν τα αεροδρόμια. Για Ιταλία κι από κει Ελβετία, στο σπίτι του στη Γενεύη.
Κατάλαβα. Πάει για αντιστασιακός ο ...ίδης.
Καταδέχτηκα να πάω μέχρι και σε κείνο το υποκείμενο τον ...άτσα.
Τον βρήκα μέσα στο υπόγειο του να κρύβει τσουβάλια και κιβώτια με τρόφιμα.
Να κι οι μαυραγορίτες! Πάντα και παντού παρόντες! Κι όχι μόνο θα επιβιώσουν αλλά μετά τον πόλεμο θα είναι οι νέοι άρχοντες, να μου το θυμάσαι! Τόχουμε ξαναδεί το έργο…
- Λυπούμαι πολύ, αλλά...
Πιο πολύ λυπάμαι εγώ που έριξα τα μούτρα μου να πάω μέχρι και σ’ αυτό το σκουλήκι.
Έφυγα όσο μπορούσα μακριά.
Όταν μούρθε πια να σωριαστώ, κάθισα στο πρώτο παγκάκι που βρέθηκε μπροστά μου σε μια πλατεία.
Κάποια στιγμή...
- Θε μου, δεν μπορεί, ή ονειρεύομαι ή παρανόησα!
Τότε ήταν που είδα το ανέλπιστο, το απρόσμενο, το φανταστικό. Τι;
Το πιο τρελό παιχνίδι που μπορεί να σκαρώσει η μοίρα.
Ένας ταλαίπωρος νεαρός, απ’ αυτούς τους άστεγους, καθόταν στο αντικρινό παγκάκι και προσπαθούσε να τυλιχτεί σε κάτι κουρέλια για να φυλαχτεί από το τσουχτερό κρύο. Ένας νεαρός, εκεί, γύρω στα είκοσι πέντε, που όμως μέσα στην κακομοιριά του ήταν ένα όμορφο παλληκάρι, που δεν το πίστευα στα μάτια μου, ναι, ίδιος, ίδιος, ολόφτυστος ο Γιωργής μου. Μα τέτοια ομοιότης!
Ένας άστεγος, ένας κλοσάρ, αλήτης του δρόμου, στη θέση του γιού μου.
- Είναι ό,τι πρέπει! Γιατί όχι; Τι είχε να χάσει, εξάλλου;
Τον πλησίασα. Με απέφυγε σαν φοβισμένο αγρίμι.
Του έδωσα το καμηλό παλτό μου να μην κρυώνει. Σιγά-σιγά τον κέρδισα.
Του είπα. Του έταξα. Όχι αστεία.
- Ολόκληρο το μισθό ενός στρατηγού, κάθε μήνα, προκαταβολικά, αν δεχθείς να πας φαντάρος. Στη θέση κάποιου δικού μου...
Του γιού σου!
Ναι.
Κι άμα τελειώσει αυτή η περιπέτεια, ο μισθός ισχύει. Για πάντα. Για όλη σου τη ζωή. Κάθε πρώτη του μηνός ο μισθός ενός στρατηγού. Ντάγκατις. Τον βεβαίωνα και του ξαναορκιζόμουν.
- Αρκεί να...
- Εντάξει. Μη σε νοιάζει. Θα πάω εγώ στη θέση του. Έτσι κι αλλιώς...
- Σ’ ευχαριστώ. Σ’ έστειλε ο Θεός παιδί μου.
- Πείτε μου μόνο... Μοιάζουμε, αλήθεια, τόσο πολύ;
- Ίδιοι! Είστε ολόιδιοι. Θα το δεις και μόνος σου τώρα που θα πάμε σπίτι...
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκαν δίπλα μας κάτι πυροβολισμοί, σωστό σφυροκόπημα, τατατατατατα και πέσαμε κι οι δυο κάτω να καλυφθούμε...
Τι πιστολίδι και κακό ήταν αυτό! Κατά βολή και κατά ριπάς. Τατατατατα μπαμ, μπαμ, μπαμ! Προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Και...

***


Κάντε click για τη Γ' ΠΡΑΞΗ & τον επίλογο...