30 χρόνια Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

«Η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Είχε διατυπωθεί ήδη από τον 19ο αιώνα, ενώ κέρδισε πολλούς οπαδούς μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Καταλυτική επίδραση στην υλοποίηση του οράματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έστω και στο δυτικό τμήμα της ηπείρου, άσκησε ο καταστροφικός για την Ευρώπη πόλεμος του 1939-1945 και κυρίως η διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών κατά τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης. Τα ευρωπαϊκά κράτη έπρεπε να ενωθούν για να καταστήσουν τα προϊόντα τους πιο ανταγωνιστικά και τη φωνή τους πιο ισχυρή σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούσαν οι δύο υπερδυνάμεις. Πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και, από το 1991, της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε η Ευρωπαϊκή Κοινοπραξία Άνθρακα και Χάλυβα, η οποία ιδρύθηκε το 1951 από τη Γαλλία, τη Δυτική Γερμανία, την Ιταλία και τις χώρες της Μπενελούξ, δηλαδή της τελωνειακής ένωσης που είχαν συγκροτήσει το 1948 το Βέλγιο, οι Κάτω Χώρες(Ολλανδία) και το Λουξεμβούργο. Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) το 1957 στη Ρώμη έθεσε τις βάσεις για μια στενή οικονομική συνεργασία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και σημείωνε την ανάγκη της υπέρβασης των εθνικών ορίων των επιμέρους κρατών για την προώθηση οικονομικών ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος. Εκτός από την οικονομική σημασία της, η απόφαση των έξι ευρωπαϊκών χωρών (Γαλλίας, Ιταλίας, Δυτικής Γερμανίας, Βελγίου, Κάτω Χωρών και Λουξεμβούργου) να συνεργαστούν στενά εκχωρώντας ορισμένες εθνικές αρμοδιότητες τους σε υπερεθνικά κοινοτικά όργανα εξέφραζε την ακλόνητη πεποίθηση ότι δε θα διεξαγόταν πια πόλεμος στην Ευρώπη. Το 1972 προσχώρησαν στην ΕΟΚ το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Δανία.
Η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και η εκλογή του πρώτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1979 αποτέλεσαν ορόσημα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ΕΟΚ διευρύνθηκε το 1981 με την ένταξη της Ελλάδας ως δέκατου μέλους…»1



1. Κ. Ράπτης, Γενική Iστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, εκδ. ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ 1999, σ. 240.