«Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ»



Ο Όσκαρ Ουάιλντ, κορυφαίος «αισθητής», έγραψε το μυθιστόρημα «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ», το μοναδικό μυθιστόρημα του, ανταποκρινόμενος σε μία πρόσκληση – πρόκληση. Πρόκειται για ένα έργο πολύπλευρο που δέχτηκε πολλές κριτικές, αρνητικές κυρίως. Ο ίδιος ο συγγραφέας, σε μια επιστολή του, αναφέρει ότι το βιβλίο περιέχει μεγάλη δόση από το εαυτό του «Ο Μπάζιλ Χόλγωρντ είναι ό,τι νομίζω εγώ ότι είμαι. Ο Λόρδος Χένρυ αυτό που νομίζει ο κόσμος για μένα. Ο Ντόριαν ό,τι θα ήθελα να είμαι – σε άλλους καιρούς, ίσως.»

Μπάζιλ Χόλγωρντ, ο ζωγράφος και δημιουργός του πορτραίτου. Περιγράφοντάς τον ο φίλος του, Λόρδος Χένρυ λέει: «Ο Μπάζιλ ήταν αγαπητός στους πάντες […] Δεν ήταν αρκετά ευφυής για να έχει εχθρούς. Είχε […] θαυμάσιο χάρισμα στη ζωγραφική. […] ήταν υπερβολικά ανιαρός». Ένας χαρακτήρας «άτονος», αντιφατικός, αινιγματικός, ρομαντικός εν μέρει. Απεχθάνεται το ρεαλισμό και είναι κατά βάση αντικοινωνικός. Μακαρίζει όσους δεν ξεχωρίζουν, όσους δεν ευνοήθηκαν με κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα, όσους βλέπουν τη ζωή σαν θεατές. Πιστεύει ότι η τέχνη είναι τα πάντα. Ζει μέσα από την τέχνη του και κατά έναν τρόπο πεθαίνει από αυτήν.

Λόρδος Χένρυ Ουώττον ο «απίθανος» φίλος του ζωγράφου. Χαρακτήρας εκκεντρικός, ιδιόμορφος, αλαζών. Αντιμετωπίζει τη ζωή με ιδιαίτερη κυνικότητα. Υποστηρίζει την άποψη ότι στη ζωή πρέπει κάποιος να κρίνει από τα φαινόμενα. Το ίδιο επιφανειακά αντιλαμβάνεται και την τέχνη. Την θεωρεί αυθύπαρκτη και πιστεύει ότι ένα έργο τέχνης, σε οποιαδήποτε μορφή της, πρέπει να κρίνεται ανάλογα με το πως και πόσο ικανοποιεί τις αισθήσεις. Για το Λόρδο Χένρυ Ουώττον η ζωή, για να είναι ιδανική, πρέπει να αντιγράφει την τέχνη. Να είναι η ίδια ένα έργο τέχνης.

Ντόριαν Γκραίυ ο χαρακτήρας «καρικατούρα» του μυθιστορήματος. Εμπνέει το ζωγράφο Μπάζιλ Χόλγωρντ και «μαγεύει» το Λόρδο Χένρυ Ουώττον. Η γνωριμία μαζί του θα είναι μοιραία γι αυτόν. Τα λόγια του Λόρδου Χένρυ επιδρούν μέσα του καταλυτικά. Συνειδητοποιεί, για πρώτη φορά, τη δύναμη της ομορφιάς του. Τη χαρά της «αποκάλυψης» διαδέχεται η θλίψη. Θλίψη για τον επερχόμενο μαρασμό της νιότης του. Για τη φθορά που θα επέφερε στην ομορφιά του, η ζωή και ο χρόνος. Αισθάνεται ζήλεια για το πορτραίτο που θα μείνει πάντα όμορφο, τη στιγμή που ο ίδιος θα γερνάει και εύχεται να μπορούσε η «μοίρα» να αντιστραφεί.
Ο χρόνος κυλά και έρχεται το πρώτο «ίχνος σκληρότητας», πάνω στο πορτραίτο να καταδείξει ότι η ευχή του Ντόριαν είχε πραγματοποιηθεί. Το πορτραίτο ήταν πλέον το «ορατό έμβλημα της συνείδησης του» και η ομορφιά του, θα μεταμορφωνόταν σε κάθε δικό του παράπτωμα. Απολαμβάνει το γεγονός ότι το βάρος των δικών του πράξεων θα φέρει πλέον το πορτραίτο και αποφασίζει να το εκμεταλλευτεί για να γευτεί κάθε ηδονή, κάθε χαρά, κάθε αμαρτία χωρίς όρια και κυρίως, χωρίς κόστος. Από το σημείο αυτό αρχίζει η «παρακμή». Το πορτραίτο, που είχε γίνει η συνείδηση του, απεικονίζει, τώρα, όλη τη φρίκη της ψυχής του. Η σχέση αυτή, που δημιουργήθηκε με την εκπλήρωση μιας ευχής, δεν μπορούσε να αλλάξει με μια άλλη ευχή. Η σχέση αυτή μπορούσε να αλλάξει μόνο αν «σκότωνε» το παρελθόν που τον βάραινε. Αν κατέστρεφε τη «συνείδηση» του.


Απόσπασμα (πολύ μικρό) από την 3η εργασία μου στο μάθημα "Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας" (ΕΠΟ21 - ΕΑΠ 2008-2009).